ἐθέλοντ'

ἐθέλοντ'
ἐθέλοντα , ἐθέλω
to be willing
pres part act neut nom/voc/acc pl
ἐθέλοντα , ἐθέλω
to be willing
pres part act masc acc sg
ἐθέλοντι , ἐθέλω
to be willing
pres part act masc/neut dat sg
ἐθέλοντι , ἐθέλω
to be willing
pres ind act 3rd pl (doric)
ἐθέλοντο , ἐθέλω
to be willing
imperf ind mp 3rd pl
ἐθέλοντε , ἐθέλω
to be willing
pres part act masc/neut nom/voc/acc dual
ἐθέλονται , ἐθέλω
to be willing
pres ind mp 3rd pl
ἐθέλοντο , ἐθέλω
to be willing
imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εθελοντής — ο (θηλ. εθελόντρια) (AM ἐθελοντής Α και ἐθελοντήρ θηλ. ἐθελοντίς, η) αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει κάτι νεοελλ. αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατό αρχ. είδος μίμων, δεικηλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εθελοντής ανάγεται σε θ.… …   Dictionary of Greek

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • στιβαρηδόν — Α επίρρ. συγκεντρωτικά, συμπυκνωμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στιβαρός + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. ἐθελοντ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”